υφορμώ

υφορμώ
(I)
-άω, Α
1. (κυριολ. και μτφ.) κινούμαι βίαια κάτω από κάτι («ἀμφιβολία τις ὑφορμῶσα τῇ διανοίᾳ», Αδάμ.)
2. (μέσ. και παθ.) ὑφορμῶμαι, -άομαι
επιτίθεμαι κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ὀρμῶ (Ι) «κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, χυμώ, επιτίθεμαι»].
————————
(II)
-έω, Α
1. (για πλοίο) είμαι αγκυροβολημένος σε όρμο είτε για να μην γίνω αντιληπτός είτε προκειμένου να χρησιμεύσω ως ενέδρα
2. (σπάν. κυριολ.) αγκυροβολώ κάτω από έναν τόπο
3. μτφ. επιβουλεύομαι
4. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑφορμοῡν
υποψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ὁρμῶ (ΙΙ) «αγκυροβολώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑφορμῶ — ὑ̱φορμῶ , ὑφορμάω to be in motion under imperf ind mp 2nd sg ὑφορμάω to be in motion under pres imperat mp 2nd sg ὑφορμάω to be in motion under pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑφορμάω to be in motion under pres ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφορμος — ο / ὕφορμος, ΝΜΑ, και ως επίθ. ὕφορμος, ον, ΜΑ μικρός όρμος κατάλληλος για αγκυροβόλημα πλοίων με μικρό μέγεθος μσν. αρχ. ως επίθ. α) ο κατάλληλος για προσόρμιση β) ο αγκυροβολημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὅρμος (ΙΙ). Ο τ. λειτουργεί ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”